πολιήτης

πολιήτης
πολῐ-ήτης, εω, , [dialect] Ep. and [dialect] Ion. for πολίτης,
A citizen, Il.2.806 (elsewh. Hom. uses the form πολίτης), Simon.137, twice in Trag., A.Pers.556, E.El.119 (both lyr.); constantly in Hdt. (only in 1.96 codd. have πολιτέων):—fellow-citizen, countryman, ib.37,120, al., cf. πολιάτας:—fem. [full] πολιῆτις, ιδος, A.R. 1.867: as Adj., ψάμαθοι πολιήτιδος ἀκτᾶς sands on my country's shore, E.Hipp.1126(lyr.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πολιήτης — εω, ὁ, θηλ. πολιῆτις, ήτιδος, Α (επικ. και ιων. τ.) βλ. πολίτης …   Dictionary of Greek

  • πολιήτης — πολίτης citizen masc nom sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολίτης — ο, θηλ. πολίτις, ΝΜΑ, ιων. τ. πολιήτης, δωρ. τ. πολιάτας, θηλ. πολιᾶτις και πολιῆτις, Α, και πολίτισσα ΝΜ, πολῖτις, ίτιδος, ΜΑ κάτοικος πόλης ο οποίος έχει πολιτικά δικαιώματα, κάθε μέλος πολιτείας το οποίο έχει το δικαίωμα τού εκλέγεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • λοφιήτης — λοφιήτης, ὁ (Α) (για τον Πάνα) αυτός που κατοικεί στους λόφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόφος, πιθ. κατά το πολιήτης] …   Dictionary of Greek

  • μυθιήτης — και μυθίτης, ὁ (Α) ο στασιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μῦθος + κατάλ. ιήτης / ίτης, πιθ. κατά το πολιήτης (για τη σημ. τής λ. πρβλ. μύθαρχοι, μυθητήρες)] …   Dictionary of Greek

  • πολιάτας — ὁ, θηλ. πολιᾱτις, άτιδος, Α (αιολ. και δωρ. τ. τού πολιήτης) βλ. πολίτης …   Dictionary of Greek

  • πολιατᾶν — πολιᾱτᾶν , πολιήτης citizen masc gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιάταις — πολιά̱ταις , πολιήτης citizen masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πολιάταν — πολιά̱τᾱν , πολιήτης citizen masc acc sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”